ρετάλι

ρετάλι
το остаток ткани;

ρετάλια — ткани в остатках


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ρετάλι" в других словарях:

  • ρετάλι — και ρετάλιο, το, Ν 1. το τελευταίο υπόλοιπο από τόπι υφάσματος που πουλιέται σε τιμή φθηνότερη από την τρέχουσα 2. μτφ. άνθρωπος ανάξιος, τιποτένιος («κάτι ρετάλια παριστάνουν τους σπουδαίους») 3. φρ. «τόν έκανε ρετάλι» τόν καταντρόπιασε. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ρετάλι — το (λ. ιταλ.), υπόλοιπο από τόπι υφάσματος: Τα ρετάλια πουλιούνται φτηνότερα από τα μεγάλα κομμάτια υφάσματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ράκος — το / ῥάκος, εος, ΝΜΑ, και ῥάκκος και αιολ. τ. βράκος Α 1. φθαρμένο και κατασχισμένο ένδυμα 2. κομμάτι παλιού υφάσματος νεοελλ. 1. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει εξαντληθεί σωματικά ή ψυχικά («μετά την κηδεία ήταν ένα ράκος ανθρώπινο») 2. φρ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»